α) Γενικά συμπεράσματα:
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε να στοιχειοθετηθούν ποσοστά επίπτωσης της οστεονέκρωσης των γνάθων μετά από λήψη διφωσφονικών. Ωστόσο, στις υπάρχουσες μελέτες αναφέρονται για μεν την ενδοφλέβια χρήγηση ποσοστά περίπου 20% ενώ για την στοματική χορήγηση ποσοστά από 0 μέχρι 0.04 % (από 0 μέχρι 1 περιπτώσεις στις 2.260).
Δεν υπάρχει αξιόπιστη προγνωστική εξέταση στην οποία να μπορεί να υπολογιστεί ο βαθμός κινδύνου εμφάνισης της οστεονέκρωσης των γνάθων. Παρότι η οροδιαγνωστική και ουρολογική δοκιμασία CΤΧ/NTX έχουν προταθεί σαν αξιόπιστες εξετάσεις, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να εκτιμηθεί η προγνωστική τους αξία.
Σε κάθε περίπτωση ο μικρός κίνδυνος εμφάνισης οστεονέκρωσης των γνάθων μετά από στοματική χορήγηση διφωσφονικών θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται με το μέγιστο όφελος αυτών των φαρμάκων στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης και των επιπλοκών της.
β) Ειδικότερα και σε ότι αφορά την στοματική χειρουργική και την τοποθέτηση εμφυτεύματων σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν διφωσφονικά από το στόμα:
Παρότι δεν υπάρχουν επαρκή βιβλιογραφικά δεδομένα για την επίδραση της λήψης διφωσφονικών στην τοποθέτηση των οδοντικών εμφυτευμάτων, ο/η θεράπων ιατρός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν ότι σε περιπτώσεις τοποθέτησης πολλών εμφυτευμάτων και σε περιπτώσεις στις οποίες πρόκειται να εφαρμοστούν τεχνικές αύξησης του ελλειμματικού οστού, ο/η ασθενής μπορεί να υποβάλλεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο.
Τονίζεται ότι ο/η ασθενής ο οποίος λαμβάνει διφωσφονικά από το στόμα θα πρέπει να ενημερώνεται αναλυτικά από τον/την θεράποντα ιατρό για τον πιθανό ελάχιστο κίνδυνο εμφάνισης οστεονέκρωσης των γνάθων και πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε χειρουργική στοματική επέμβαση να έχει δώσει έγγραφη συγκατάθεση για αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου